ῥῖμμα

ῥῖμμα
ῥῖμμα
throw
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρίμμα — ίμματος, τὸ, Α [ῥίπτω] 1. κίνηση, τίναγμα 2. (κατά τον Ηρωδ.) «ἡ ῥῑψις καὶ τὸ βέλος» …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ῥίμμασιν — ῥί̱μμασιν , ῥῖμμα throw neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίμματα — ῥί̱μματα , ῥῖμμα throw neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”